-
1 προ-εκ-πίπτω
προ-εκ-πίπτω (s. πίπτω), vorher herausfallen; προεκπίπτουσιν αἱ καταδίκαι τῶν ἀποδείξεων, Plut. ad princ. inerud. 6; φήμη προεκπεσοῠσα, Galb. 5; περαιτέρω, weit über die Gränze gehen, Longin. 15, 8; vgl. Strab. 1, 2, 3 g. E.
См. также в других словарях:
προεκπίπτω — Α 1. προηγούμαι, προπορεύομαι 2. (για όργανα τού σώματος) παθαίνω πρόπτωση («τὸ αἰδοῑον προεκπίπτοι», Ιππιατρ.) 3. βγαίνω από τα όρια, ξεπερνώ το μέτρο 4. διαδίδομαι, κοινολογούμαι προηγουμένως («λαλιά δὲ καὶ φήμη προεκπεσοῡσα πλήθος ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek